- ξενοφώντειος
- ξενοφώντειος, -εία, -ον (Α) [Ξενοφών]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ξενοφώντα («λόγων τῶν ξενοφωντείων», Δίων Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενοφώντειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφωντείων — ξενοφώντειος of fem gen pl ξενοφώντειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφώντειον — ξενοφώντειος of masc acc sg ξενοφώντειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)